καταδαρθανω

καταδαρθανω
    καταδαρθάνω
    κατα-δαρθάνω
    (fut. καταδαρθήσομαι, aor. 2 κατέδαρθον - эп. κατέδρᾰθον, pf. καταδεδάρθηκα, эп. conjct. καταδράθω; aor. 2 pass. κατεδάρθην; inf. aor. тж. καταδαρθεῖν; conjct. aor. pass. καταδαρθῶμεν - эп. καταδραθῶ; part. aor. καταδαρθείς)
    1) засыпать, погружаться в сон
    

(θάμνοισ΄ ἐν πυκνοῖσι Hom.; καταδαρθὼν ὄψιν εἶδεν Plut.)

    καταδεδαρθηκώς Plat. — заснувший

    2) проводить ночь
    

(ἐν Θησείῳ ἐν ὅπλοις Thuc.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "καταδαρθανω" в других словарях:

  • καταδαρθάνω — (Α) 1. αποκοιμιέμαι, μέ παίρνει ο ύπνος («ἐν θάμνοισι κατέδραθον», Ομ. Οδ.) 2. περνώ κάπου τη νύχτα, διανυκτερεύω («κατέδαρθον ἐν Θησείῳ ἐν ὅπλοις», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δαρθάνω «κοιμάμαι»] …   Dictionary of Greek

  • καταδαρθάνει — καταδαρθάνω fall asleep pres ind mp 2nd sg καταδαρθάνω fall asleep pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταδαρθάνοντα — καταδαρθάνω fall asleep pres part act neut nom/voc/acc pl καταδαρθάνω fall asleep pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταδαρθάνοντι — καταδαρθάνω fall asleep pres part act masc/neut dat sg καταδαρθάνω fall asleep pres ind act 3rd pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταδαρθάνουσιν — καταδαρθάνω fall asleep pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) καταδαρθάνω fall asleep pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταδαρθόντα — καταδαρθάνω fall asleep aor part act neut nom/voc/acc pl καταδαρθάνω fall asleep aor part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταδαρθόντων — καταδαρθάνω fall asleep aor part act masc/neut gen pl καταδαρθάνω fall asleep aor imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεδάρθανον — καταδαρθάνω fall asleep imperf ind act 3rd pl καταδαρθάνω fall asleep imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατέδαρθον — καταδαρθάνω fall asleep aor ind act 3rd pl καταδαρθάνω fall asleep aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατέδραθον — καταδαρθάνω fall asleep aor ind act 3rd pl καταδαρθάνω fall asleep aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάδδραθε — καταδαρθάνω fall asleep aor imperat act 2nd sg καταδαρθάνω fall asleep aor ind act 3rd sg (homeric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»